κύναστρος

κύναστρος
κῠν-αστρος, , late word for the
A dog-star, Sch.Opp.H.1.46, Sch.Lyc.397, Eust.514.27, Steph.in Rh.304.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κύναστρος — dog star masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάστρου — κύναστρος dog star masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάστρῳ — κύναστρος dog star masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύναστρον — κύναστρος dog star masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • κύναστρον — κύναστρον, τὸ και κύναστρος, ὁ (Α) μτγν. το λαμπρότερο αστέρι τού αστερισμού Κύων, ο Σείριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄστρον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”